Συντρίμμια και χαλάσματα του κόσμου τα θεμέλια
κι η μοναξιά ξαναχτυπά την πλάτη μου με γέλια.
Σαν με κοιτά, με τιμωρεί και μου θυμίζει
σαρκαστικά πως μόνο αυτή γραμμές ζωής ορίζει.
Ένα κορίτσι που τα μάτια του γελούσαν
μες τον καθρέφτη το κοιτώ, χωρίς μυαλό για να σκεφτώ.
Το μάγουλό του αγγίζω τρυφερά μα κείνο λιώνει
καθρεφτισμένο βλέμμα που ’χεις γίνει σκόνη.
Οι ρίζες μου ξερές, τρυπούν τη γη έξω να βγουν να με χτυπήσουν
για το νερό που στέρεψε να με κατηγορήσουν.
Και μένω εκεί στο πουθενά, θολή σκιά, γυμνή ηχώ
φαντάσματα,στοιχειώσαν οι φωνές. Δεν ζω.
κι η μοναξιά ξαναχτυπά την πλάτη μου με γέλια.
Σαν με κοιτά, με τιμωρεί και μου θυμίζει
σαρκαστικά πως μόνο αυτή γραμμές ζωής ορίζει.
Ένα κορίτσι που τα μάτια του γελούσαν
μες τον καθρέφτη το κοιτώ, χωρίς μυαλό για να σκεφτώ.
Το μάγουλό του αγγίζω τρυφερά μα κείνο λιώνει
καθρεφτισμένο βλέμμα που ’χεις γίνει σκόνη.
Οι ρίζες μου ξερές, τρυπούν τη γη έξω να βγουν να με χτυπήσουν
για το νερό που στέρεψε να με κατηγορήσουν.
Και μένω εκεί στο πουθενά, θολή σκιά, γυμνή ηχώ
φαντάσματα,στοιχειώσαν οι φωνές. Δεν ζω.