Είμαι καράβι από χαρτί στα χεριά μ'έχει ένα παιδί
στου κόσμου την πλημμύρα...
κι αναρρωτιέμαι τι θα πει αυτό το αχ και το γιατί,
τι να μου γράφει η μοίρα... (Δ.Ζ.)
-μη με κοιτάς έτσι. ντρέπομαι. που το σαβουάρ βιβρ μου επέβαλε να δείξω ότι με νοιάζεις. και που το ''κρίμα...'' που ξεστομίζω δεν έχει βάθος ούτε δάκρυ, παρά μόνο μια άνευρη συμπόνια. γι'αυτό σου λέω, ντρέπομαι. μόνο μέσα στους καπνούς βρήκα το θάρρος να σου τα πω. σαν ξαναβγεί ο ήλιος σου, έχω μάτια ατροφικά και θα με θαμπώσει. όταν βγει ο ήλιος μου, θα κρυφτώ πάλι στη σπηλιά μου. συγγνώμη.
Δυο αλητάκια, ζωντανά χειμωνολούλουδα τα όνειρά μου κάθε αυγή διαφεντεύουν το 'να φωνάζουν Προσμονή και τ' άλλο Θύμηση, σαν τους Δερβίσηδες στα σπλάχνα μου χορεύουν.
Ντε και καλά να μου ταράξουνε τα σχέδια σκοπός τους πάντα να με βγάλουν απ΄το δρόμο στήνουν παγίδες σα νομίζω πως τους ξέφυγα, κάνουν τα λάθη μου να μοιάζουνε με νόμο.
Στο Αλκαζάρ μετρούν τους κόμπους στις ανάσες βρωμιά πικρή, στυφή φωνή που τη θερίζουν φωτιά και θάνατος τη γη θυμό ποτίζουν κι η νύχτα κένταγε νότες υγρές και μπάσες. Απ’του Βαρδάρη τα τερτίπια να ξεφύγουν μόνη τους προίκα τ’αδειανό τους προσωπείο σώματα κρύα ζητιανεύουν ιατρείο και τον καπνό τους σαν παλιό παλτό τυλίγουν. Της Εγνατίας το σουλάτσο ν’αποφύγω στο 406 σ’έκανε δικό της αλλά δε γούσταρε να’σαι τ’ αφεντικό της ''άι σιχτίρ!'',είπε,''μποέμισσα θα μείνω''. Καράβια λιμανιού δηλώνουν φύση τροχοφόρα μεταμοντέρνου σινεμά ο σκηνοθέτης είναι της άλλης του ζωής φθηνός επαίτης σα δε λογάριασαν τα σμύρνα του για δώρα. Αμήν.