Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Γκρέτα Μπόρκμαν ( στο μπαλκόνι )

...με το πάπλωμα μπερδεμένο στα πόδια της περπάτησε ως την πόρτα που βγάζει στη βεράντα. Το σκέπασμα σερνόταν μαζί με τον ύπνο της, ενώ το νυχτικό της άφηνε τον ώμο της εκτεθημένο στα χάδια των μαλλιών της. Με το χέρι της πιάνει το χερούλι, το γυρνά κι η πόρτα ανοίγει. Έξω κάνει παγωνιά. Φυσά εδώ και δυο μέρες. Ο αέρας έδιωξε όλα τα σύννεφα κι η ξαστεριά που έχει απόψε αφήνει το βλέμμα της να χαθεί στο σύμπαν. Πιάστηκε από το μπράτσο του κάγκελου. Έκλεισε τα μάτια, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, τέντωσε το κορμί της και προσπάθησε να μυρίσει τη θάλασσα. Αυτή τη θάλασσα πάντα την κουβαλά κάπου μέσα της αλλά κάτι τέτοιες βραδιές την αναζητά εκτός της. Είχε πει πως πάντα θα ήταν '' στο ντεκ,σε μια σεζ λονγκ''. Αλλά όχι '' ...γερμένη , κάτωχρη απ' τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία...'' Αλλά ναι, το κορμί της ώρες ώρες είναι σαν το Στρόμπολι. Τι κι αν όταν εκρύγνυται, καταλήγοντας μοιραία στη θάλασσα, πρώτα την εξατμίζει κι ύστερα σβήνει;.. Τότε είναι που καταλαβαίνει πως ούτε κι η θάλασσα τη χωρά. Ούτε εκείνη ούτε τη μοναξιά της. Άλλωστε καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή. Το 'χει πει κι ο Ρίτσος. Το 'χε διαβάσει ένα βράδυ που η αδερφή της κοιμόταν δίπλα της, στο παιδικό δωμάτιο ακόμα, τότε που ζούσε στο πατρικό. Αλλα τώρα στο δικό της μπαλκόνι τη βρήκε το ξημέρωμα. Το νυχτικό της δεν τη ζεσταίνει, τα γράμματα που γράφει στις σελίδες του μυαλού της σιγά σιγά χάνουν τη στρογγυλάδα τους, η σελίδα τελειώνει κι εκείνη πρέπει να πάρει μια απόφαση. Όχι, δεν θα πέσει.