Είμαι καράβι από χαρτί στα χεριά μ'έχει ένα παιδί στου κόσμου την πλημμύρα... κι αναρρωτιέμαι τι θα πει αυτό το αχ και το γιατί, τι να μου γράφει η μοίρα... (Δ.Ζ.)
Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009
Χαμήλωσε
Χαμήλωσε όσο μπορούσε.Γονάτισε. Ακούμπησε τις κνήμες στο χώμα. Ανακάθισε πάνω τους και ίσιωσε το κορμί του. Ακούμπησε τις παλάμες στους μηρούς. Όχι, δεν θα μιλήσει. Τίποτα δεν θα πει. Δεν θα παρακαλέσει. Το 'κανε μια. Στη δεύτερη δεν θα καταθέτει απλά τη γύμνια του. Στη δεύτερη θα σκίζει τη σάρκα του. Τα λόγια αυτά, ξέρω δεν τα καταλαβαίνεις.Εσύ έμαθες μονάχα νούμερα να διαβάζεις. Μα στη ζωή καμιά φορά ένα κι ένα δεν κάνουν δύο.Και το ένα καμιά φορά γίνεται άπειρο. Κι όταν σου γίνει μηδέν, πάλι να πιστεψεις θέλει άπειρο να γίνει.Όχι με ''αν'' και '' έστω''. Αλλά με το να συγχωρείς αληθινά το μηδέν και να αντέχεις το άπειρο. Δεν είναι λόγια επιτηδευμένα, όπως μου χες πει. Επικήδειος είναι.
Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009
Μιλώ -IX- (παραλλήλως)
με ρώτησες αν περπατάνε οι σκιές.
περπατάνε σου είπα.
όχι μου απάντησες.
θέλεις να δώσουμε ραντεβού αύριο;
περπατάνε σου είπα.
όχι μου απάντησες.
θέλεις να δώσουμε ραντεβού αύριο;
Κυριακή 14 Ιουνίου 2009
Μιλώ -VIII- (και κλαίω )
Μην κλαις. Δεν είναι που βραδιάζει στον κόσμο μου.
Είναι που μου τελείωσαν τα σπίρτα
κι άλλο φως δεν έχω μέσα σε τούτο το βαρέλι.
Δεν έμεινε στο τραπέζι ούτε ένα ποτήρι γεμάτο.
Όλα άδεια.
Με πάτησες σταφύλι Αυγουστιάτικο.
Σε Δρύινο βαρέλι μ’ έκλεισες πέρσι το καλοκαίρι.
Κι ακόμα ωριμάζω στη φυλακή μου. Γι ‘αυτό σου λέω.
Μην κλαις. Δεν είναι που σκοτείνιασε.
Είναι που μου λείπουν τα σπίρτα μέσα στο μεθύσι που του λείπουν οι γωνίες.
Χτυπάει την πόρτα μου το καλοκαίρι κι εγώ δεν τ’ ακούω.
Πάρε σε παρακαλώ τα χέρια σου απ’ τ’ αυτιά μου.
Είναι που μου τελείωσαν τα σπίρτα
κι άλλο φως δεν έχω μέσα σε τούτο το βαρέλι.
Δεν έμεινε στο τραπέζι ούτε ένα ποτήρι γεμάτο.
Όλα άδεια.
Με πάτησες σταφύλι Αυγουστιάτικο.
Σε Δρύινο βαρέλι μ’ έκλεισες πέρσι το καλοκαίρι.
Κι ακόμα ωριμάζω στη φυλακή μου. Γι ‘αυτό σου λέω.
Μην κλαις. Δεν είναι που σκοτείνιασε.
Είναι που μου λείπουν τα σπίρτα μέσα στο μεθύσι που του λείπουν οι γωνίες.
Χτυπάει την πόρτα μου το καλοκαίρι κι εγώ δεν τ’ ακούω.
Πάρε σε παρακαλώ τα χέρια σου απ’ τ’ αυτιά μου.
Τάκης και Μαρίκα
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον
Τι θέλω πια να δέχομαι την προστασία της Μούσας;
Να σφίγγω την καρδιά μου να δεχτεί
τις νέες αγάπες, πίστες και χαρές της,
τάχα πως είναι μοίρα μου κ' είναι και διαλεχτή!
Πάει ο καιρός που αχτιδωτό το αστέρι της ματιάς μου
έφεγγε και των θείων και των γηίνων.
Ω των παθών δεν κράτησα εγώ την ανόσια Λύρα,
εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Και τραγουδούσα τον καημό της άσπιλης ψυχής μου
μεσ' στων δακρύων την ευχαριστία
κι όλη η χαρά του τραγουδιού μου ήταν, πως τη φωνή μου
θα τη δεχόταν μια βραδιά μπρος στη φτωχή του εστία.
Κι ως διάβαζα στα μάτια του κάποτε τη χαρά του,
ποιά δόξα ακριβή να πω;
Στο χωρισμό μας τού'φερναν σα χελιδόνια οι στίχοι
μήνυμα, πως από μακριά διπλά τον αγαπώ.
Τώρα καμιά, καμιάν ηχώ δεν άφησε η φωνή μου
σπαραχτική όταν γέμισε μιας νύχτας το σκοτάδι.
Όμως όλοι φοβήθηκαν και γω πιστεύω ακόμα
αληθινά πως τη βαριά χτύπησα πόρτα του Άδη.
Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.
Μαρία Πολυδούρη
Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009
Δικαίως
Ανυπόγραφες υποσχέσεις
ξετυλίχτηκαν,
και μ΄άφησαν να δω
πόσο κενός μπορεί να είναι ένας λόγος
όταν στο κορμί πιστώνονται απωθημένα.
Κι ύστερα
ένας ανεμόμυλος πήρε τα μαλλιά μου
και τα όνειρά μου,
στην άπνοια του απομεσήμερου
και τα ακούμπησε στα χέρια σου, που μόλις είχαν χαϊδέψει εκείνη.
Εκείνη τώρα ξαπλώνει πλάι σου
αγκαλιάζοντας την υπογραφή μου.
Η Μοίρα σου πλαγιάζει στο κρεβάτι σου στη μεριά μου
κι εσύ πλάι της στον ύπνο του άδικου.
Δικαίως.
ξετυλίχτηκαν,
και μ΄άφησαν να δω
πόσο κενός μπορεί να είναι ένας λόγος
όταν στο κορμί πιστώνονται απωθημένα.
Κι ύστερα
ένας ανεμόμυλος πήρε τα μαλλιά μου
και τα όνειρά μου,
στην άπνοια του απομεσήμερου
και τα ακούμπησε στα χέρια σου, που μόλις είχαν χαϊδέψει εκείνη.
Εκείνη τώρα ξαπλώνει πλάι σου
αγκαλιάζοντας την υπογραφή μου.
Η Μοίρα σου πλαγιάζει στο κρεβάτι σου στη μεριά μου
κι εσύ πλάι της στον ύπνο του άδικου.
Δικαίως.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
-
-Ξέρεις πόσο καιρό έχω να πετάξω καινούργιο φυλλαράκι; Πολύ... Καλό χώμα έχω, στον ήλιο βγαίνω, με σκάβω μονίμως γύρω-γύρω και μέσα-μέσα... ...
-
Μπερντέδες και ντέφια σε κλίμα ρετρό τρελάθηκε ο έρως, του λείπει το ρο την Άνοιξη ψάχνει κρυφά να της πει τη νύχτα να μην κοιμηθεί… ...